προσεγγιστικός

προσεγγιστικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσέγγιση, ή αυτός που γίνεται κατά προσέγγιση (α. «προσεγγιστικός υπολογισμός» β. «προσεγγιστική λύση»).
επίρρ...
προσεγγιστικώς και προσεγγιστικά Ν
κατά προσέγγιση, με προσέγγιση, με προσεγγιστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσέγγιση — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά κάθε φορά που πρόκειται να δώσουμε στην πράξη το μέτρο ενός μαθηματικού ή φυσικού μεγέθους. Αν, για παράδειγμα, έχουμε ένα ευθύγραμμο τμήμα AB και, ως μονάδα μήκους, ένα άλλο ευθ. τμήμα ΓΔ, τότε ορίζεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Κοκκινόπουλος, Ευτύχιος — (Ερμούπολη Σύρου 1908 – 1974). Πολιτικός μηχανικός, καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ). Διετέλεσε επιμελητής του ΕΜΠ (1932 44), υφηγητής του (1944 45) και τακτικός καθηγητής από το 1958. Χρημάτισε επίσης διευθυντής τεχνικών έργων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”