- προσεγγιστικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσέγγιση, ή αυτός που γίνεται κατά προσέγγιση (α. «προσεγγιστικός υπολογισμός» β. «προσεγγιστική λύση»).επίρρ...προσεγγιστικώς και προσεγγιστικά Νκατά προσέγγιση, με προσέγγιση, με προσεγγιστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.